Σάββατο, Σεπτεμβρίου 16, 2006

26.9.1986

Σε κοίταξα μόλις, και ψιθύρισα ένα αχνό «σε θέλω» Περάσαμε 4 μέρες δουλεύοντας σαν τρελοί για το project όπου τα δώσαμε όλα. Μας βγήκε ο κώλος αλλά μας βγήκε καλό, επιτυχία. Ανάμεσα στη τρελή δουλειά και το μοίρασμα, μέρα τη μέρα ερχόμασταν πιο κοντά – ή καλύτερα, ερχόσουνα πιο κοντά μου γιατί εγώ με το που με κοίταξες και μου μίλησες έπαθα κάτι. «Coup de foudre». Πώς το λένε, Έρως κεραυνοβόλος.

Ήταν η τελευταία σου μέρα, ξεκουραζόμασταν μετά από κάτι τρελά ψώνια που κάναμε για το ταξίδι της επομένης. Κι εκεί που καθόμασταν στην πιο τρελή κουζίνα του κόσμου με τις χίλιες διαθλάσεις φωτός που σχημάτιζαν μικρά ουράνια τόξα, άρχισες να μου λες για τη ζωή σου. Ότι με μεγάλη προσπάθεια κατάφερες να την βάλεις σε τάξη για να μπορείς να πας παρά πέρα, να μην απειλείσαι, να μην ταράζεσαι. Όση ώρα εσύ έλεγες χαμηλόφωνα τα δικά σου, εγώ άκουγα και δεν άκουγα απ’ το βουητό που είχα στο κεφάλι και το τρελό μου καρδιοκτύπι. Το διάφραγμα μου πάλευε να πάρει μια ανάσα. Πείραζα με το δάκτυλο μια φλούδα στο τραπέζι και μόλις που γύρναγα να σε κοιτάξω, μπας και προδοθώ. Πέντε μέρες μόνο, κι εγώ σ' είχα ερωτευτεί για πάντα! Το στόμα μου είχε στεγνώσει. Ήθελα νερό αλλά δεν το κούνησα ρούπι για να μην σαλέψει κι ο αέρας που σε περιέβαλλε.

«Σε θέλω» σου ψιθύρισα ξαφνικά. Έτσι ξαφνικά και έριξα τα μάτια στη σωτήρια φλούδα. Ο κτύπος ης καρδιάς σταμάτησε. Η καρδιά μου σταμάτησε. Ο χρόνος, η γη σταμάτησε. Και ‘συ, ποιος ξέρει, για να κερδίσεις χρόνο ή στ’ αλήθεια δεν είχες ακούσει, με ρώτησες τι είπα γιατί δεν κατάλαβες! Πώς να στο πω ξανά; Πού να βρω ανάσα, κουράγιο. Δεν άκουσες ή με κορόιδευες; «Δεν μπορώ να το ξαναπώ, είπα. Και τι να πω; Ότι σε θέλω;» «Μα εγώ φεύγω αύριο» είπες προσπαθώντας να βάλεις τις ύστατες άμυνες σου σε λειτουργία γι αυτό που ήτανε να ακολουθήσει.
«Αύριο φεύγεις όχι τώρα» Είχαμε ένα δειλινό, ένα βράδυ, ολόκληρη ζωή. Κι έμεινα καρφωμένη στη φλούδα λες και ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Ακίνητη και με την άκρη του ματιού μου σε ένιωσα που σηκώθηκες και ήρθες πλάι μου. Τότε έστρεψα το κεφάλι και το ακούμπησα στο στήθος σου. Το άρωμα του κορμιού σου με τρέλανε. Όλα άρχισαν να μπερδεύονται γλυκά. Μ’ αγκάλιασες «προστατευτικά» αλλά εγώ ήμουν ήδη αλλού, χωρίς καμιά προστασία. Σηκώθηκα και σ’ αγκάλιασα με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Και το στόμα μου βρήκε το δικό σου. Ρούφηξα με δύναμη τα χείλη σου, κι άρχισα να κατεβαίνω στο λαιμό σου «Όχι εδώ μου ψιθυρίζεις» κι εγώ την ίδια στιγμή: «πάμε πάνω, σε θέλω τόσο» Λύσαμε τους ζυγούς και χέρι- χέρι κινηθήκαμε προς την σκάλα. Ξάφνου ένας συναγερμός στο αίμα μου μ’ έκανε να τρέξω πίσω στην κουζίνα για να κλειδώσω την πόρτα γιατί αυτό το σπίτι ήταν κέντρο διερχομένων. Δεν το είχαν και πολύ να ‘ρθουν να σε βρουν στο μπάνιο ή στην κρεβατοκάμαρα σου.
Εσύ περίμενες υπομονετικά, εκτιμώντας είμαι σίγουρη αυτή την ύστατη κίνηση έστω υποτυπώδους ασφάλειας. Ξαναδώσαμε τα χέρια κι αρχίσαμε ξανά την πορεία μας προς τα επάνω δώματα όπου σου είχαμε δώσει το πιο όμορφο δωμάτιο του σπιτιού. Ευάερο, ευήλιο, όπως έλεγες. Τα σκαλοπάτια αργά ένα –ένα, έτριζαν καθώς προχωρούσαμε, εσύ μπροστά να μου κρατάς το χέρι κι εγώ ακολουθώντας, με το μυαλό μου έτοιμο να εκραγεί. Στρίψαμε την κουπαστή και πήραμε την τελική ευθεία για τον παράδεισο (ή την κόλαση) Πήγαμε κατ ευθείαν στο κρεβάτι. Το δωμάτιο, μικρό μα συμπαθητικό, με ένα ροζ ερμάρι, ένα κρεβάτι και μια τάβλα για γραφείο έμοιαζε να μας περίμενε από καιρό. Καθίσαμε αντίκρυ στο κρεβάτι και χωρίς να το σκεφτούμε, τα χείλη μας ενώθηκαν. Κι έγινε κάτι μαγικό, απ αυτά που συντονίζονται με το στροβίλισμα του χρόνου, που ανήκουν σε άλλους κόσμους και σε κάνουν να χάνεις κάθε επαφή με τη γη, με τη βαρύτητα με τους όποιους φυσικούς νόμους. Πέσαμε πίσω χωρίς να το καταλάβουμε και βρεθήκαμε ξαπλωμένοι με τα κορμιά μας κολλημένα. Σίγουρα όλοι οι αστερισμοί συναίνεσαν πριν από αιώνες γι αυτή τη στιγμή. Το τι ακολούθησε μετά, εσύ το ξέρεις καλύτερα. Πάντως όλη τη διάρκεια που ήσουν μες το κορμί μου κι εγώ στο δικό σου, ακουγόταν η φωνή της Αρλέτας να τραγουδάει: «ακόμα κι αν φύγεις, για το γύρο του κόσμου, θα ‘σαι πάντα δικός μου θα ‘μαστε πάντα μαζί»
25 Σεπτεμβρίου 1986, λες και ήταν χθες. Κλείνουμε 20 χρόνια! Μόνο; Είκοσι ζωές πες καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: