Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 19, 2008

Αρλέτα: Ούτε εμένα Μανώλη. Ούτε εμένα.

Η ΑΡΛΕΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ (ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟ) ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΝΩΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

Τον συνάντησα αιώνες πριν, ένα σημαδιακό βράδυ, σε φιλικό σπίτι στο Κολωνάκι. Εντυπωσιακή φιγούρα, λιονταρίσιο κεφάλι. Μιλούσαν για πολιτική κυρίως, θέμα που δεν κατείχα καθόλου, βαριόμουν, βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταζα την πλατεία. Η επαφή μου με τον «επώνυμο» κόσμο ήταν πολύ πρόσφατη και ήμουν άσχετη με πολιτικο-καλλιτεχνικο-φιλοσοφικές συζητήσεις, έστω και ποτισμένες με καλό κρασί και διανθισμένες με ντελικάτα εδέσματα. Πάντοτε όμως ήμουν καλή ακροάτρια – μου άρεσε να κλέβω τις κουβέντες των «ενηλίκων», η περιέργειά μου πάντα ισχυρότερη από τη συστολή και την ακοινωνησία μου. Στη σύναξη αυτή με είχε πάει ο μοναδικός ίσως άνθρωπος που μπορώ να πω ότι συμπαθούσα από το χώρο των γνωριμιών που η πολύ πρόσφατη ανάδυσή μου από την ανωνυμία μου είχε ανοίξει. Η συζήτηση φούντωνε. Ξαναγύρισα στο μπαλκόνι, ο καβγάς είχε ενδιαφέρον. Έλεγαν ότι τα πράγματα θα ηρεμούσαν, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει εκτροπή, ο φίλος μου διαφωνούσε – ήταν έγκριτος και έμπειρος δημοσιογράφος-, εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, μόνο που ανησυχούσα γιατί η λέξη «δικτατορία» ακουγόταν πολύ συχνά. Ήταν η πρώτη και μία από τις ελάχιστες φορές που συνάντησα το γιατρό – ποιητή. Τότε δεν ήξερα ότι ήταν γιατρός. Ήταν βράδυ, 20 προς 21 Απριλίου 1967. Το χρώμα που μου έμεινε ήταν γκρίζο του ατσαλιού και μαύρο. Όταν προσπάθησα να τον διαβάσω δεν τα κατάφερα, ήταν πολύ νωρίς για μένα, οι γεύσεις του δεν ήταν εύληπτες για τον αφελή μου ουρανίσκο. Πολλές φορές μου έχει συμβεί – κάτι που δε μπόρεσα να ταξιδέψω όταν το πρωτοσυνάντησα, να το βρίσκω ανοιχτό αργότερα. Ποτέ δεν εκβίασα την είσοδό μου στα βιβλία, και ειδικότερα στην ποίηση, πάντα όμως επανερχόμουν και κάποια μέρα έβρισκα την πόρτα ανοιχτή, και το καράβι στο μουράγιο, και τότε ταξίδευα άφοβα στη φουρτουνιασμένη, συνήθως, θάλασσα του ποιητή. Ακόμα και το τόσο όμορφο τραγούδι του «Δρόμοι παλιοί», πολύ πρόσφατα το συνάντησα και πολύ το αγάπησα. Ίσως γιατί μου έχει συμβεί πολλές φορές σε πολλούς τόπους και με πολλούς τρόπους να βρίσκω την ασήμαντη παρουσία μου σε κάθε γωνιά. Θα το τραγουδάω όσο κρατάει η λίγη μου φωνή. Θα μου αρκούσε αυτό το τραγούδι – ποίημα , ή μάλλον ποίημα – τραγούδι, για να θεωρήσω το Μανώλη Αναγνωστάκη απόλυτα πετυχημένο και ως ποιητή και ως γιατρό και ως άνθρωπο. Για μένα, όταν κάποιος μπορεί ν’ αγγίξει την ψυχή σου τόσο βαθιά έστω και μια φορά, είναι δικαιωμένος. Ξέρω, ακούγεται επιπόλαιο και τελείως υποκειμενικό –και είναι-, αλλά γιατί όχι. Γιατί εγώ, μια εκ γενετής τραγουδίστρια, να πρέπει να χαθώ σε σχοινοτενείς αναλύσεις του έργου του, κάτι που άλλοι είναι σίγουρα πολύ πιο άξιοι να πράξουν. Αν και, ξαναδιαβάζοντάς τον πολύ πρόσφατα, τον είδα πολύ πιο ξεκάθαρα. Τον ταξίδεψα άφοβα, αν και διαφωνώ μαζί του πως «η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους». Εγώ, αθεράπευτα ρομαντική, προτιμώ: «Δημιουργώντας μια ποίηση πάνω από κάθε καταστροφή Χωρίς να λησμονούμε κάποτε εντελώς τον προορισμό μας. Αν τώρα πάλι από παντού καμιά ανταπόκριση Κάτι απροσδόκητα ζημίωσε, κάτι που δεν το καταλάβαμε καλά Όμως εμείς, αν θέλετε, είμαστε έτοιμοι ακόμα.» Διαβάζοντας τα ποιήματά του, όπως κάνω σχεδόν πάντα με την ποίηση, αφήνομαι να ξεπεράσω τις λέξεις, ψάχνω επίπεδα αλλού ρηχά, αλλού άπατα, αλλού χάος, σαν ζώο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Αυτό που ένιωσα είναι σύνηθες στους κάπως παλαιότερους ποιητές: καλύπτουν το κύτος που ταξιδεύει στο μυαλό τους, είτε για έρωτα είτε για θάνατο πρόκειται, γιατί αυτά τα δύο είναι οι αφορμές τους, με ένα πέπλο πτυχωτό, μια προστατευτική γάζα που το διαγράφει αισθησιακά ημίγυμνο, θέλει να αφήσει να μαντέψεις. Ακόμα και τις σκληρότερες εικόνες και μεταφορές τις τυλίγουν σε μια γάζα που τονίζει ακόμα πιο έντονα το υπέροχο ή το φριχτό. Άλλωστε όλοι έχουν δικαίωμα να ανακαλύπτουν – αυτή είναι η χαρά του αποδέκτη της σοδειάς του ποιητή. Βρίσκω ότι η ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη, πολυεπίπεδη και ιδιαίτερα ανθρώπινη, έχει πολλά να δώσει σε όποιον την πλησιάσει όχι σαν επιφανειακός θεατής αλλά σαν δύτης. Τραγουδάει για αυτιά ευαίσθητα, γιατί ο γεννήτοράς της ήξερε τον πόνο και την πείνα και την απόγνωση που κάνουν την ποίηση να αναδύεται σαν μυθικό κύτος και να ξεφυσά στην επιφάνεια τον υγρό της αναστεναγμό. Εγώ τον ευχαριστώ. Ίσως γιατί κι εμένα με μεγάλωσε ένας γιατρός που τραγουδούσε, να νιώθω το τραγούδι του τόσο βαθιά δικό μου και θεραπευτικό, όπως αρμόζει σ’ ένα γιατρό – ποιητή. «Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς Να γνωρίζω κανέναν κι ούτε Κανένας με γνώριζε» Ούτε εμένα Μανώλη. Ούτε εμένα. Υ.Γ. Τελικά αυτό που μένει είναι το τραγούδι. Καληνύχτα γιατρέ – ποιητή. ΑΡΛΕΤΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: