Ο Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα έγραψε το 1928 τη συλλογή αυτή από τσιγγάνικες μπαλάντες σε ύφος της «romance» και χειρίζεται ένα θέμα της γενέθλιας γης του. Εφτά από αυτά τα ποιήματα αυτά απόδωσε στα ελληνικά το 1967 ο Οδυσσέας Ελύτης κρατώντας τα ουσιώδη στοιχεία τους και βάζοντας ομοιοκαταληξίες ώστε να γίνουν τραγούδια. Για τα τραγούδια αυτά, ο κατάλληλος συνθέτης ήταν ασφαλώς ο Μίκης Θεοδωράκης.
Έτσι έγιναν τα τραγούδια αυτά που ο Μίκης προόριζε για την Αρλέτα. Τον Μάρτη του 1967 άρχισαν οι πρόβες με την Αρλέτα κι όλα ήταν έτοιμα για να αρχίσουν οι ηχογραφήσεις τον Απρίλη.
Η 21η Απριλίου όμως πρόλαβε και η δικτατορία απαγόρεψε την μουσική του Θεοδωράκη και τον Θεοδωράκη τον ίδιο –και πολλά άλλα ποιήματα.
Οι ηχογραφήσεις αυτών των τραγουδιών δεν έγιναν τότε, αλλά η Αρλέτα συνέχισε να τα τραγουδά σ’ όλη την διάρκεια της δικτατορίας τόσο στην Ελλάδα –όπου μπορούσε- αλλά και στο εξωτερικό.
Το 1978 μόνο, η Αρλέτα, που συνοδεύει η ίδια τα τραγούδια στην κιθάρα της μαζί με τον κιθαρίστα Βασίλη Ρακόπουλο που σε διάφορα σημεία αυτοσχεδιάζει, αποφάσισε να ηχογραφήσει σε όλη την αρχική τους γνησιότητα αυτά τα τραγούδια από το Romancero Gitano.
Και για να συμπληρωθεί ο δίσκος, ηχογράφησε και τέσσερα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη που αγαπούσε.
Την επιμέλεια της παραγωγής είχε ο Γιώργος Μακράκης και την ηχογράφηση έκανε ο Γιάννης Τριφυλλής.
Τις πληροφορίες αυτές τις πήρα από το εσώφυλλο του δίσκου Romancero Gitano στο οποίο η ίδια η Αρλέτα έχει κάνει ένα υπέροχο σκίτσο του Αντώνιο Τόρρες Χερέντια: περήφανος ωραίος αρρενωπός μα τόσο τρυφερός, καβάλλα σ ένα άλογο, με… «τα κατσαρά του γυαλιστά να πέφτουν στα μάτια του μπροστά»…
Είναι ο δίσκος της Αρλέτας που άκουσα νομίζω περισσότερο, δηλαδή, άπειρες φορές. Και σε βινύλιο και σε CD. Ένας δίσκος σπάνιος και πολύτιμος όπου η συνάντηση της μουσικής του Μίκη με τον Οδυσσέα Ελύτη, ποιητή λεξοπλάστη που έγραψε κυριολεκτικά ποίημα στο ποίημα πάνω του Λόρκα, βρήκε την απόλυτη έκφραση της στην ερμηνεία της Αρλέτας.
Όσοι δεν έτυχε να ακούσετε αυτό τον δίσκο, μην χάσετε αυτή τη μοναδική εμπειρία τρέξτε να τον βρείτε, υπάρχει και σε CD. Όσοι τον ξέρετε ξανακούστε τον! Κάθε ακρόαση όλο και αποκαλύπτει κάτι καινούργιο.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε ελεύθερη απόδοση Οδυσσέα Ελύτη
Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία:Αρλέτα
Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη
έρχεται μες τις ερημιές
από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η παινεμένη
Ως τη θωρεί πετιέται απάνω
ο άνεμος ακοίμηστος
Φουνέντες άντρας πονηρός
κοιτάει τη μικρή κοιτάει
κι ολόγλυκα της τραγουδάει
Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ειδώ
άσε με λίγο να σ αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό
Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η παινεμένη
ξοπίσω της ακολουθεί
άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή
Άκου το κύμα πως στενάζει
ο κάμπος άχου πως χλομιάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινό αέρα
Τρέχα παινεμένη τρέχα
κι όπου να ‘ναι θα σε φτάσει
ο άνεμος και θα σ’ αρπάξει
να τον χιμάει από ψηλά
γλείφεται γλώσσες τις εννιά
Στο πρώτο σπίτι η παινεμένη
χώνεται μέσα αλαφιασμένη
την αρωτάνε να τους πει
και κείνη λέει κι ανιστορεί
Ενώ απ’ τη λύσσα του θερίου
γυρνάει ο άνεμος στο κρύο
παίρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει
«Του ανέμου και της Παινεμένης». Στίχος Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα σε ελεύθερη απόδοση από Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη από το Romancero Gitano (Τσιγγάνικες μπαλάντες), που ο Μίκης μελοποίησε το 1967 για τη φωνή της Αρλέτας.
Όμως ο δίσκος είδε το φως το 1978 –για ευνόητους λόγους) όταν η Αρλέτα το ηχογράφησε με την κιθάρα της και την κιθάρα του Βασίλη Ρακόπουλου να αυτοσχεδιάζει -ή να κεντά καλύτερα. Η ερμηνεία της Αρλέτας αγγίζει το τέλειο!
Η καλόγρια η μικρή
(δεξι κλικ και νέο παράθυρο)
Στίχοι Federico Garcia Lorca
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Βουνά και σύγνεφα μακριά
σ όλα α γύρω σιγαλιά
τα λιόφυτα γαληνεμένα
και τα σπιτάκια ασβεστωμένα
σ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντάει η καλόγρια η μικρή
αχου τι όμορφα κεντάει
το χεράκι της πως πάει
Βάνει πουλιά βάνει δεντρά
βάνει και τα άστρα τα χρυσά
βάνει στις τέσσερις τις κόγχες
τέσσερις αγριομολόχες
Σ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντάει η καλόγρια η μικρή
μα κάπου- κάπου αναστενάζει
και κάτι με το νου της βάζει
Λίγο το χέρι σταματά
μες τον αέρα και κοιτά
στα μάτια της π’ ανοιγοκλειούν
δυο καβαλάρηδες περνούν
Κι’ ύστερα πάλι στο πανί
ξεσπάει η καλόγρια η μικρή
τι ποτάμια τι χορτάρια
τι ‘λιοτρόπια τι φεγγάρια
πλάσματα της αρεσιάς της
της ονειροφαντασιάς της
Η Παντέρμη
Στίχοι Federico Garcia Loeca
Απόδοση στα ελληνικά Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική Μίκηςεοδωράκης
Ερμηνεία Αρλέτα
Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που απ' τα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά
Μαύρη μαυρίλα είν' η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ' αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια
-Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
-Κι αν είναι κάτι να ζητώ
πε μου σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω κείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε
-Παντέρμη πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
-Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
'γίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί
-Παντέρμη λούσε το κορμί σου
λούσ' το χελιδονονερό
κι άσε Κυρά μου την ψυχή σου
ασ' τηνε να 'βρει αναπαμό
Άχου τσιγγάνικες ψυχές
όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.
Απόδοση στα ελληνικά Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική Μίκηςεοδωράκης
Ερμηνεία Αρλέτα
Ο Αντώνιο Τόρρες Χερέντια
Εκεί στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς
και στη Σεβίλλια πάει
τα κατσαρά του γυαλλιστά
πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαψός
από του φεγγαριού το φως
Κάποτε λίγο σταματά
κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει του νερού να στρωσει
και να το χρυσαφώσει
εκεί στης ακροποταμιάς
το μονοπάτι να τον φτάνουν
κάτω απ τα κλώνια μιας φτελιάς
χωροφυλάκοι και τον πιάνουν
Από βραδύς η ώρα οκτώ
τον σέρνουν σε κελί μικρό
απόξω κάθονται φυλάνε
πίνουν ρακί και βλαστημάνε
Κάποτε λίγο σταματά
κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει του νερού να στρωσει
και να το χρυσαφώσει
Ο θάνατος του Αντόνιο Τόρες Χερέντια (Ανέκδοτη ηχογράφηση)
Ξάφνου στον
ποταμό από πέρα φωνές ξεσκίσαν τον αγέρα.
Έμπηγε κάπρου
δαγκωνιές μες στα ψηλά ποδήματα
χίμαγε κι έκανε
βουτιές σαν δελφινιού πηδήματα.
Η τραχηλιά του η
κρεμεζιά μούσκεψε μες στα αίματα
μα οι κάμες ήταν
ήταν έξι και δεν εμπόραε πια ν’ αντέξει.
Αχ, Αντονίτο Ελ
Καμπορίο, φεγγαρομελαμψέ μου
κι ασπρογαρούφαλέ
μου.
Αχ, Αντονίτο Ελ
Καμπορίο, π’ άξιζες μια βασίλισσα
μνημόνεψε την
Παναγιά τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα
πεθάνεις πια.
Στην άκρη εκεί
του ποταμού τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες
βγήκε το αίμα του στην άκρη εκεί του ποταμού
κι ανάγειρε την
κεφαλή με τα σφιγμένα χείλη
και τότε πια
καμιά φωνή μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος
βεργολυγερός ήρθε και τ’ άναψε καντήλι.
Το «Romancero Gitano» του Μίκη Θεοδωράκη, στηριγμένο στην ποίηση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και με απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη στα ελληνικά, επρόκειτο να ηχογραφηθεί σε δίσκο με την Αρλέτα, αλλά με την 21η Απριλίου του 1967 το σχέδιο ναυάγησε. Ωστόσο, η Αρλέτα είχε μάθει τα τραγούδια και τα ‘λεγε στην παρέα με την κιθάρα της – καμιά φορά και στις μπουάτ που εμφανιζόταν, αφού τα τραγούδια ήταν άγνωστα. Κάπως έτσι τα πρωτάκουσα κι εγώ και βεβαίως τα ερωτεύθηκα!
Σκέφτηκα λοιπόν τότε, να τα ηχογραφήσουμε σε στούντιο, μόνο και μόνο για να υπάρχουν. Ο φίλος ηχολήπτης Θοδωρής Χρυσανθόπουλος δέχθηκε πρόθυμα να γίνει συνεργός κι έτσι το Σάββατο 30 Οκτωβρίου του 1971, 7 με 9 το βράδυ, στο στούντιο ECHO του Κοσμά, με κλειδαμπαρωμένες τις πόρτες, η Αρλέτα με την κιθάρα της, είπε και τα επτά τραγούδια του «Ρομανθέρο», με το δικό της απαράμιλλο τρόπο. Επτά χρόνια αργότερα, το 1978, όταν τα τραγούδια του Θεοδωράκη κυκλοφορούσαν πια ελεύθερα, η Αρλέτα ξαναηχογράφησε το «Ρομανθέρο Χιτάνο» στην εταιρία «Λύρα», έχοντας δίπλα της στην δεύτερη κιθάρα τον Βασίλη Ρακόπουλο.
Στη δική μας, πρώτη εγγραφή, τη φωνή της Αρλέτας πλαισιώνουν σκίτσα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και κάποιες εικόνες παρμένες μέσα από το περιοδικό «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου, από το τεύχος που ήταν αφιερωμένο στον αδικοχαμένο ποιητή.
Εικοσιτρείς του
Θεριστή
στου Πικραμένου
την αυλή
πάνε και λεν,
πάνε και λένε:
«Αν το μπορείς
δυστυχισμένε,
στο περιβόλι σου
έβγα απόψε
και τα λουλούδια
σου όλα κόψε.
Γράψε στη θύρα
σου σταυρό
βάλε από κάτω τ’
όνομά σου
τι θα φουντώσουν
στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες
κι αγριάδες.
Πάρε κεριά, πάρε
λαμπάδες
μάθε τα χέρια να
σταυρώνεις
κι απάνω από την
ερημιά
γέψου της νύχτας
τη δροσιά
τι πριν περάσουν
μήνες δυο
θα κείτεσαι στο
σάβανο».
Στους ουρανούς
ταχιά προβαίνει
ο ταξιάρχης και
πηγαίνει
πού `χει το
σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει
και δε μιλεί.
Εικοσιτρείς του
Θεριστή
μέσα στην έρμη
την αυλή
τα μάτια ανοίγει
ο Πικραμένος
της μοίρας ο
σημαδεμένος
κι εικοσιτρείς τ’
Αυγούστου
γέρνει και τα πικροσφαλεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου