Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2006

ΑΠΝΟΙΑ

Είναι κάτι στιγμές που αναρωτιέσαι, τα ‘χω άραγε ζήσει έτσι όπως τα θυμάμαι; Μήπως, με τον χρόνο, την απόσταση, τη στέρηση να έχουν απλά πάρει στο μυαλό μου διαστάσεις επικίνδυνες! Κι ύστερα κάνεις μια βουτιά και το κορμί μουδιάζει, ακινητοποιείται, θυμάται και ξαναζεί την κάθε στιγμή. Και διαπιστώνεις ότι ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ έχεις ζήσει πραγματικά. Με όλες τις αισθήσεις και παραισθήσεις σου, την έκτη την έβδομη, όσες έχεις., κι όσες έχεις αναπτύξει από τότε. Είπαμε, «όλα τα’ άλλα ήταν κομμάτια από εσένανε» Και τα πριν και τα μετά. Ένα απελπισμένο στριφογύρισμα όλου σου του είναι γύρω από το ίδιο σημείο… Όμως, τα πριν καλοδεχούμενα. Τα μετά, μόνο σύγχυση και μπέρδεμα φέρνουν. Γιατί εσύ ενώ είσαι στον κόσμο το δικό σου, οι ανασφάλειες σου ψάχνουν κάτι απ΄ τη χαμένη μυρωδιά του αγαπημένου κορμιού. Κάτι από τον τρόπο που κοιτά, κάτι, κάτι, κάτι, που να θυμίζει, έστω και για κλάσμα δευτερολέπτου το χαμένο παράδεισο. Κι αρχίζεις να εκλογικεύεις τα πράγματα, να τα εξηγείς με όρους γήινους. Αν είναι ποτέ δυνατόν. Τα γήινα είναι γι’ αυτούς που τα έχουν ανάγκη εδώ για να κρατούνται με νύχια και με δόντια στο τέλμα της ζωής τους. Κι εσύ ξέρεις πως έχεις κατεβεί σ’ αυτό το βάραθρο ερήμην σου κάπως, αλλά οδηγημένη από χίλιες απειλές και ανασφάλειες της έρμης της ζωής σου. Κι έρχεται μια μέρα μια ψυχή που ανάλαφρα σ’ ακουμπά στον ώμο, σου χαμογελά και σε προσκαλεί να πας παραπέρα. Αφήνεσαι, με καχυποψία στην αρχή, με φόβο για τα δικά σου πιθανά λάθη. Όμως ο άλλος συνεχίζει να βρίσκεται δίπλα σου αναλογιζόμενος, με τα λίγα που γνωρίζει, την έρημο στην οποία ρίχνεται. Τον υποδέχεσαι, τον αγκαλιάζεις σφικτά. Όχι από ανασφάλεια πια, αλλά από ευγνωμοσύνη, από διαίσθηση ότι αυτό τον άνθρωπο στον στέλνει η καλή σου η νεράιδα, έτσι για να σε βγάλει λίγο από το κουρέλι που έχεις ντυθεί. Σ’ αυτή τη φάση θα με βρεις, αν με βρεις ποτέ. Ζώντας 2 ζωές. Μια αληθινή μαζί σου, στο υπερπέραν, στη σκέψη και στη μοναξιά μου, και μια πραγματική με τον άλλο. Και δεν νιώθω να κοροϊδεύω κανένα, ούτε καν τον εαυτό μου. Όλα είναι μέσα μου, δικά μου, απλά λειτουργούν σε διαφορετικές σφαίρες. Ακόμη κι όταν πότε - πότε σε συναντώ δεν είναι πια το ίδιο, ίσως γιατί εσύ δεν το αφήνεις να βγει στην επιφάνεια, ίσως γιατί στο βάθος το φοβάμαι κι εγώ. Δεν έχω άλλες αντοχές –σωματικές εννοώ. Όμως δεν είναι ανάγκη να με κρατείς σε τόση απόσταση. Μεγάλωσα πια. Ή μήπως είναι ανάγκη να κρατάς κι εσύ την ασφαλιστική σου δικλείδα γιατί με ξέρεις και με φοβάσαι; Δεν μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη πια κι ούτε μπορείς να διακινδυνέψεις την όποια παλινδρόμηση. Μήπως είναι και για σένα δύσκολος ο ρόλος αυτός; Εγώ εντάξει, στην αφασία μου κλαίω και ζητώ, σαν πεινασμένο μωρό. Όμως εσύ πρέπει να κρατά τις αποστάσεις ασφαλείας, που θα μου επιτρέπουν να σ αγγίξω χωρίς να πάρουμε φωτιά. Κι έτσι σε συναντώ πότε- πότε. Σε ένα άβολο σκηνικό, βιαστικό, με χίλιες προφυλάξεις του εαυτού μας. Συγχώρησε με. Νομίζω πως δε θα μεγαλώσω ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: